Ένα τοπογραφικό σχέδιο, εκτός των άλλων, είναι απαραίτητο σχέδιο που συνοδεύει το συμβόλαιο κάθε ακίνητου, είτε διαμέρισμα, είτε κομμάτι γης. Πρόκειται για μια αποτύπωση της γης στην οποία περικλείεται η ιδιοκτησία μας. Ένα τοπογραφικό εξυπηρετεί σε πρώτη φάση το σκοπό να είναι ξεκάθαρες οι ιδιοκτησίες των ανθρώπων, υπολογίζοντας τα όρια των κομματιών γης, διαμορφώνοντας τις διαστάσεις και τα εμβαδά των ακινήτων.
Στα εκτός σχεδίου γεωτεμάχια ειδικά η κατάσταση είναι απαιτητική. Στην Ελλάδα δεν υπήρξε κτηματολόγιο τα προηγούμενα χρόνια (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων πχ Δωδεκάνησα). Εδώ και χρόνια τα τοπογραφικά που εκπονούσαν οι μηχανικοί, περιείχαν τις διαστάσεις των ακινήτων που είχαν υποδειχθεί από τους ιδιοκτήτες. Μόνο που πάρα πολλές φορές, τα όρια με τα οποία οριοθετούνταν τα κομμάτια γης ήταν άλλοτε εφήμερα (πχ ένα δέντρο, ένας βράχος, ένας πάσσαλος, μια μάντρα κτλ) ή τελείως ασαφή (υποδείκνυε ο ιδιοκτήτης ένα σημείο «κάπου εδώ»). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα με τα χρόνια, και καθώς οι ιδιοκτησίες άλλαζαν χέρια, να μεγαλώνει η αμφισβήτηση για το που είναι τα όρια των ιδιοκτησιών.
Υπήρχαν και υπάρχουν μέθοδοι «εξάρτησης» των κομματιών γης από κάποια σταθερά σημεία ανά την Ελλάδα, κυρίως στις κορυφές των βουνών που είχε με τα χρόνια τοποθετήσει ο στρατός, κι ένας μηχανικός μπορούσε με συγκεκριμένες μεθόδους, να εντάξει μια ιδιοκτησία σε αυτό το δίκτυο «εξάρτησης». Αυτό ήταν πολλές φορές ένα επίπονο, χρονοβόρο και κοστοβόρο εγχείρημα, που μπορεί να περιείχε σφάλματα. Για αυτό και τις περισσότερες φορές αυτή η διαδικασία δεν γινόταν. Επίσης το κράτος δεν απαιτούσε κάποια τυπική διαδικασία πλήρους καθορισμού της ιδιοκτησίας ενώ με τον καιρό, δημιουργήθηκαν νέα συστήματα «εξάρτησης» και όλη η κατάσταση ήταν περίπλοκη.